ἀνεξιχνίαστον

ἀνεξιχνίαστον
ἀνεξιχνίαστος
unsearchable
masc/fem acc sg
ἀνεξιχνίαστος
unsearchable
neut nom/voc/acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • неизслѣдованьныи — (4*) пр. Непостижимый, неописуемый: Смотри ѹбо презвитере не токмо ѿ б҃а. но чл҃вколюбиѧ неислѣдованьнаго. (ἀνεξιχνίαστоν) КР 1284, 213г; ˫ако не испытани суди его. и неислѣдованьни пути его. (ἀνεξιχνίαστοι) ЖВИ XIV–XV, 66г; та(к) же… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • ανεξιχνίαστος — η, ο (AM ἀνεξιχνίαστος, ον) αυτός που δεν είναι δυνατόν να εξιχνιαστεί, να γίνει κατανοητός «ανεξιχνίαστα μυστήρια», «ἀνεξιχνίαστοι αἱ βουλαὶ τοῡ Κυρίου», «τὸ ἔλεος τοῡ Κυρίου ἀνεξιχνίαστον» νεοελλ. όποιος δεν έχει ακόμη εξιχνιαστεί, δεν έχουν… …   Dictionary of Greek

  • πλούτος — I Γιος της Δήμητρας και του Ιασίωνα, θεός της ευφορίας των αγρών και γενικά του πλούτου. Συχνά ταυτίζεται με τον θεό του Άδη Πλούτωνα. Ο γλύπτης Κηφισόδοτος στο διάσημο σύμπλεγμά του τον παριστάνει ως βρέφος στην αγκαλιά της Ειρήνης, αλλά ο… …   Dictionary of Greek

  • ԱՆՔՆՆՈՒԹԻՒՆ — ( ) NBH 1 0255 Chronological Sequence: Early classical, 8c, 10c, 12c գ. τὸ ἁνεξιχνίαστον invetigabile esse, inscrutinabilitas Անքննելի եւ անհետազօտելի գոլն. անհաս խորութիւն եւ գաղտնիք. *Առ նորա անքննութիւնն ընծայութիւն անգիտութեան մատուցանելի է.… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”